- στραγγαλιῶδες
- στραγγαλιώδηςknottedmasc/fem voc sgστραγγαλιώδηςknottedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραγγαλιώδης — ῶδες, ΜΑ [στραγγαλιά] 1. σκόπιμα περίπλοκος και συγκεχυμένος («οὐδὲν σκοτεινὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «συνεστραμμένος» … Dictionary of Greek